- αχτύπητο
- vurulamayan, çarpılmamış, çalkalanmamış
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
αχτύπητος — και ακτύπητος, η, ο 1. αυτός που δεν χτυπήθηκε ή δεν μπορεί να χτυπηθεί 2. αυτός που δεν τον ξυλοκόπησαν, ο άδαρτος 3. αυτός που δεν χτυπήθηκε με όπλο, ο ατραυμάτιστος 4. αυτός που δύσκολα μπορεί να πληγωθεί ή να φονευθεί 5. (για το γάλα) αυτό… … Dictionary of Greek
αχτύπητος — η, ο 1. αυτός που δε χτυπήθηκε: Το χταπόδι ήταν αχτύπητο. 2. ασυναγώνιστος, αξεπέραστος: Αυτός ο αθλητής είναι αχτύπητος. 3. εκείνος που δε ζητήθηκε να ανοίξει: Δεν άφησε πόρτα αχτύπητη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)